βούπλευρος

βούπλευρος
βού-πλευρος, , (cf. Sch.Nic.l.c.)
A bishop's weed, Ammimajus, Nic.Th.585.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βουπλεύρου — βούπλευρος bishop s weed fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούπλευρον — βούπλευρος bishop s weed fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”